- δυσπνόῳ
- δύσπνοοςscant of breathmasc/fem/neut dat sgδύσπνουςscant of breathmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπνοώ — δυσπνοῶ ( έω) και δυσπνοιέω (Α) 1. πάσχω από δύσπνοια 2. αναδίδω δυσάρεστη οσμή … Dictionary of Greek